- σπειραματονεφρίτιδα
- η, Ν ιατρ.1. μορφή νεφρίτιδας κατά την οποία επικρατούν οι βλάβες τών αγγειωδών σπειραμάτων τών νεφρών2. φρ. α) «οξεία σπειραματονεφρίτιδα»ιατρ. ανοσολογική νόσος που ακολουθεί μια ρινοφαρυγγική στρεπτοκοκκική λοίμωξη και έχει ευνοϊκή εξέλιξη σε 4 έως 6, συνήθως, εβδομάδεςβ) «χρόνια σπειραματονεφρίτιδα» — πρωτοπαθής σπειραματονεφρίτιδα που έχει μακρά και όχι ομαλή εξέλιξη και μπορεί να καταλήξει σε χρόνια νεφρική ανεπάρκεια.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο συνθ., πρβλ. αγγλ. glomerulonephritis < glomerulo- «σπείραμα» + nephritis (< νεφρίτιδα)].
Dictionary of Greek. 2013.